- καρτερόθυμος
- καρτερόθῡμος , καρτερόθυμοςstrongheartedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καρτερόθυμος — καρτερόθυμος, ον (Α) 1. γενναιόψυχος («Μυσῶν... καρτεροθύμων», Ομ. Ιλ.) 2. ισχυρός, σφοδρός («ἀνέμους... καρτεροθύμους», Ησίοδ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + θυμος (< θυμός «ψυχή, πνεύμα»), πρβλ. αγλαό θυμος, οξύ θυμος] … Dictionary of Greek
καρτερόθυμον — καρτερόθῡμον , καρτερόθυμος stronghearted masc/fem acc sg καρτερόθῡμον , καρτερόθυμος stronghearted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
καρτεροθύμους — καρτεροθύ̱μους , καρτερόθυμος stronghearted masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτεροθύμων — καρτεροθύ̱μων , καρτερόθυμος stronghearted masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτεροθύμῳ — καρτεροθύ̱μῳ , καρτερόθυμος stronghearted masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτερόθυμε — καρτερόθῡμε , καρτερόθυμος stronghearted masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)